#ΗμέρεςκαιΈργα: σειρά άρθρων για τη ζωή και τα έργα γνωστών, και μη, ανθρώπων της τέχνης άξιων μνημοσύνης.

 

Ο Ιωάννης Βηλαράς και ο Αθανάσιος Χριστόπουλος θεωρούνται οι «πρόδρομοι» της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και για τους περισσότερους κριτικούς αποτελούν τις γνησιότερες λυρικές φωνές που ακούστηκαν μετά από έναν αιώνα ποιητικής σιωπής και παρακμής. Οι δυο άντρες γεννιούνται στα τέλη του 18ου αιώνα και ανδρώνονται στις αρχές του επόμενου, μέσα σε συνθήκες ανελευθερίας και φόβου. Ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται υπό τον τούρκικο ζυγό και η επανάσταση, που δεν έχει ακόμα ξεσπάσει, προετοιμάζεται αργά και σταθερά. Μέσα στις δύσκολες αυτές συνθήκες οι δυο ανανέωσαν τη λογοτεχνική παραγωγή και, κατά τη διατύπωση του Λίνου Πολίτη, αποτέλεσαν τους «πραγματικούς, σε εθνική και όχι σε τοπική κλίμακα, πρόδρόμους του Σολωμού».

 

Βηλαράς ο δίμορφος: σατυρικός και λυρικός

Ο Ιωάννης Βηλαράς (1771 – 1823) μεγάλωσε στα Γιάννενα όπου μελέτησε λατινικά, ρομεηκη γλοσαιταλικά, γαλλικά και μαθηματικά. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική και δραστηριοποιήθηκε ως Φιλικός. Υποστήριξε έντονα τον δημοτικισμό και εναντιώθηκε στην ιστορική ορθογραφία. Στο έργο Ρομεηκη Γλοσα, προτείνει ένα νέο και επαναστατικό σύστημα φωνητικής ορθογραφίας, χωρίς τόνους, πνεύματα και ομόηχα φωνήεντα. Μετέφρασε αρκετά έργα της αρχαίας στη δημοτική (Κρίτων του Πλάτωνα, Επιτάφιος του Θουκυδίδη κ.λ.π.) και εξέδωσε τις Διαλέξεις περί Ελλήνων ποιητών του ΙΘ’ αιώνος, τον Λογιότατο ταξιδιώτη και τους Μύθους, μια συλλογή είκοσι περίπου μύθων.

vilarasΟ Βηλαράς επαινέθηκε κυρίως για τη σατυρική του δεξιοτεχνία. Τα κατεξοχήν σατυρικά του ποιήματα είναι έξοχα. Με απόλυτη διαύγεια εξακοντίζει τις αιχμές του ενάντια στον «Αμύστικο», στον «Φθονερό», στον «Φιλάργυρο» και σε πολλούς άλλους ανθρώπινους τύπους. Η σάτιρά του στοχεύει σε συγκεκριμένα άτομα της μικρής κοινωνίας των Ιωαννίνων στην οποία ζούσε, αλλά και σε ομότεχνούς του.

χριστοπουλος βηλαρας 2

Ο Βηλαράς συνέθεσε ακόμη και εξαίρετα λυρικά στιχουργήματα. Τα ερωτικά του ποιήματα Βηλαράποιήματα είναι έκτακτα και ως λυρικός ποιητής έχει την ικανότητα να μην επαναλαμβάνεται ποτέ. Τα ποιήματα αυτά εκπέμπουν μια παιχνιδιάρικη διάθεση, είναι ευχάριστα, αρκετά πρωτότυπα και γνήσια «αρκαδικά». Ψάλλει την Άνοιξη και τον Έρωτα με στίχους που φαίνεται να ακολουθούν τα πρότυπα της ιταλικής στιχουργίας. Παραδίδεται στον έρωτα και τον υμνεί. Το γνωστότερο, ίσως, ποίημά του είναι το λυρικό «Πουλάκι ξένο», το οποίο πιθανότατα εμπνεύστηκε ο ποιητή εξαιτίας της απουσίας μιας Ηπειρώτισσας κόρης:

χριστοπουλος βηλαρας 5

 

Χριστόπουλος ο λυρικός

Χριστόπουλος

Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772 – 1847) σπούδασε ιατρική και νομικά και εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στην αυλή του Αλέξανδρου Μουρούζη στο Βουκουρέστι. Εκτός από νομικός και ανώτατος δικαστικός ήταν θεατρικός συγγραφέας, λόγιος, ποιητής και Φιλικός. Μετέφρασε έμμετρα στη δημοτική Όμηρο, έγραψε ένα έμμετρο δράμα, τον Αχιλλέα, εξέδωσε τη Γραμματική της Αιολοδωρικής και τα Λυρικά, γράφει Πολιτικά Σοφίσματα και Πολιτικά Παράλληλα κ.α.

Το πιο γνωστό βιβλίο του είναι βέβαια τα Λυρικά, μια συλλογή ποιημάτων που πρωτοδημοσιεύονται το 1811 και γνωρίζουν γρήγορα μεγάλη επιτυχία – την πρώτη έκδοση την ακολουθούν σύντομα 11 ακόμα εκδόσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό! Επηρεασμένος από την ιταλική και γαλλική λογοτεχνία της περιόδου, ο Χριστόπουλος παρουσιάζει στα Λυρικά ένα πλήθος «βακχικών» και «ερωτικών» τραγουδιών. Τα ποιήματα γραμμένα σε μικρούς και εύκαμπτους στίχους και σε δημοτική γλώσσα ψάλλουν τον Έρωτα και το κρασί, τις Χάριτες και την Αυγή, χωρίς ποτέ να ξεπερνούν το μέτρο.

χριστοπουλος βηλαρας 3

Ό,τι ψάλλει, όμως, είναι ένας απλός χαριεντισμός, κατά τον Λάμπρου. Ο έρωτας στην Χριστόπουλος Λυρικάποίησή του δεν είναι το μεγάλο πάθος, αλλά ένα παιχνίδισμα. Η λατρεία του κρασιού είναι πάντοτε παρούσα και η θεώρηση της ζωής μοιάζει επιφανειακή και ανάλαφρη:  «Έξω, έξω τα βιβλία. / Στη φωτιά η φλυαρία. / Λέξεις, λόγοι, όλα κάτω! / τι του κάκου τα φυλάττω; […] Βάλε Βάκχον και Μαινάδες / και βαρέλια μυριάδες, / να γενεί βαρελοθήκη / η χρυσή βιβλιοθήκη.», προτείνει ο ποιητής στη «Βαρελοθήκη». Είναι σαν να μην τον απασχολεί τίποτε άλλο, παρά να πίνει και να ποθεί. Όλα αυτά, όμως, απέχουν πολύ από την εντελώς νηφάλια και συμβατική ζωή που έζησε. Τα βακχικά και ερωτικά του προτάγματα αποτελούν απλώς συμβάσεις λογοτεχνικές. Παρ’ όλα αυτά ο ποιητής δεν παύει να ορκίζεται στο κρασί και στον έρωτα:

χριστοπουλος βηλαρας


Η κριτική και η αλλαγή στην οπτική

Οι δυο ποιητές, αν και σύγχρονοι, δεν εκτιμήθηκαν εξίσου από τους κριτικούς. Οι τελευταίοι θα εγκύψουν στη λογοτεχνική τους παραγωγή αλλά και στις γλωσσικές τους μελέτες προκειμένου να μπορέσουν να τους κρίνουν και να αξιολογήσουν. Σε μια περίοδο κατά την οποία η γλωσσική διαμάχη μαίνεται, ο Βηλαράς περισσότερο και ο Χριστόπουλος λιγότερο, συμμετέχουν ενεργά στις διάφορες συζητήσεις και εκθέτουν με θάρρος τις απόψεις τους. Με τα ποιήματα τους τιμούν την δημοτική γλώσσα και επιχειρούν να αποδείξουν πως η δημοτική μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιηθεί ευρύτατα.

Οι φιλολογικές συγκρούσεις, οι διαμάχες και οι διαφορετικές οπτικές επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκαν οι δυο ποιητές στα κριτικά κείμενα και έθεσαν νέους όρους για την αξιολόγηση τους – η σιγή, η επιλεκτική αναφορά, η έντονη προβολή αποτελούν λαμπρές αποδείξεις του τρόπου με τον οποίο ο κάθε κριτικός αντιλαμβάνεται την εξέλιξη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας καθώς και την αξιολογική κλίμακα στην οποία τοποθετεί τον κάθε λογοτέχνη. Επιλογή, σαφώς, υποκειμενική, που, όμως, αποκαλύπτει την τάση της κάθε περιόδου.

Στον 19ο αιώνα η μορφή που θεωρήθηκε σημαντικότερη είναι αυτή του «Νέου Ανακρέοντα», όπως χαρακτηρίστηκε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος. Η κριτική βασίστηκε κατά κύριο λόγο στην ποιητική του παραγωγή, που αποτέλεσε για πολλούς μια λαμπρή σελίδα στην λογοτεχνική παρακμή που προηγείται. Ας μην ξεχνάμε πως μέσα στο πλαίσιο της ανελευθερίας, της επικείμενης απελευθέρωσης – η επανάστασης δεν έχει βέβαια ακόμα ξεσπάσει, όμως προετοιμάζεται σιγά σιγά – και της διάχυτης ανασφάλειας, το λυρικό τραγούδισμα του Χριστόπουλου αποτέλεσε ελπίδα για τον υπόδουλο ελληνισμό.

Η κριτική αλλάζει πλεύση τα επόμενα χρόνια – σημαντική για την αλλαγή της οπτικής είναι και η κριτική του Κωστή Παλαμά. Στον 20ο αιώνα η συμβολή του Βηλαρά αξιολογείται ως σημαντικότερη. Η κριτική τώρα πια εστιάζει, όχι στο ποιητικό έργο, αλλά στις γλωσσικές απόψεις. Αρκετοί ισχυρίζονται ότι η γλώσσα του Βηλαρά αντλεί από την πηγή του δημοτικού τραγουδιού, είναι γνήσια δημοτική και αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που τον διαφοροποιεί από τον συνομήλικό του και τον κάνει να ξεχωρίζει. Με την πάροδο των ετών το γλωσσικό ζήτημα επηρεάζει την σκέψη και την οπτική των κριτικών και έτσι αιτιολογείται η έμφαση που δίνεται πλέον στη γλώσσα της ποίησης.

Πάντως η ποίηση τόσο του Βηλαρά όσο και του Χριστόπουλου φαίδρυναν τις πικρές ημέρες των Ελλήνων, χωρίς ωστόσο να αναλάβουν την εξύψωση του γένους, την ενθάρρυνση των υπόδουλων ή την προετοιμασία της επανάστασης (όπως αντίθετα έκανε ο Ρήγας Φεραίος για παράδειγμα). Η ποίηση τους αποτέλεσε μια ακτίνα χαράς μέχρι να έρθει η πραγματική απελευθέρωση και προετοίμασε το δρόμο για τους δυο μεγάλους ποιητές της επανάστασης, τον Ανδρέα Κάλβο και τον Διονύσιο Σολωμό.

 

Πηγές:

  • Αθανάσιος Χριστόπουλος, Άπαντα, Αθήνα (Φίλοι Βυζαντινών Μνημείων Καστοριάς) 1969.
  • Ιωάννης Βηλαράς, Ποιήματα, Αθήνα (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) 1995.
  • Λάμπρου Σπύρος Π., Ρήγας, Βηλαράς, Χριστόπουλος. Διαλέξεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός περί Ελήνων Ποιητών του ΙΘ’ αιώνος, Αθήνα (Π. Δ. Σακελλάριος) 1916.
  • Πολίτης Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) 2010.

Απάντηση