#ΗμέρεςκαιΈργα: σειρά άρθρων για τη ζωή και τα έργα γνωστών, και μη, ανθρώπων της τέχνης άξιων μνημοσύνης.

 

G:MULTIPAGEÐÅÑÉÏÄÏÓ Â' ÔÅÕ×ÏÓ B (XXX-91).tif adding description
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1888.  Μοναχογιός μιας αρχοντικής οικογένειας, έλαβε σπουδαία μόρφωση και επαινέθηκε από τον Τέλο Άγρα για την «σχεδόν ακαδημαϊκή πολυμάθεια» του. Από πολύ νωρίς έδειξε δείγματα της καλλιτεχνικής του φύσης και συνεργάστηκε με πλήθος περιοδικών και εφημερίδων όπου δημοσίευσε κριτικές, βιβλιοκρισίες,  μεταφράσεις και ποιήματα. Η πάντοτε προσεγμένη και εντυπωσιακή του εμφάνιση, η δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του και η ευρεία καλλιέργεια του τον κατέστησαν δημοφιλή στους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας. Το 1944, θα δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του εξασθενημένος οικονομικά και σωματικά από τη χρόνια χρήση ναρκωτικών ουσιών και βαθύτατα πληγωμένος από τον θάνατο των γονιών του.

Η ποίησή του, επηρεασμένη  από τον Oscar Wilde, τον Edgar Allan Poe και τους γάλλους «καταραμένους ποιητές», εντάσσεται στην «αθηναϊκή σχολή του νεορρομαντισμού και του νεοσυμβολισμού». Αρχικά η γραφή του επηρεάζεται από τον αισθητισμό των αρχών του αιώνα και καταλήγει αργότερα σε τόνους απελπισμένους και μελαγχολικούς, σε επιλογές κυρίως συμβολιστικές όπου κυριαρχούν οι ψυχικές διαθέσεις, οι εντυπώσεις και τα συναισθήματα. Η ποίηση του κινήθηκε, κατά βάση, γύρω από δυο κύριους άξονες: την έκσταση που αγγίζει τη μέθη και τον πόνο. Κοινό συνδετικό μοτίβο αυτών των δυο είναι η νοσταλγική αναπόληση.

 

G:MULTIPAGEÐÅÑÉÏÄÏÓ Â' ÔÅÕ×ÏÓ B (XXX-91).tif adding description
Χειρόγραφο ποίημα του Λαπαθιώτη. Συνόδευσε μια συνέντευξη του στο περιοδικό “Νεοελληνικά Γράμματα” (9.4.1938) και θεωρήθηκε άσεμνο – όλα αυτά μεσούσης της Δικτατορίας του Μεταξά.

Ο έρωτας…

Ο έρωτας επανέρχεται διαρκώς στην ποίηση του, τον μεθά και τον αναζωογονεί και την ίδια στιγμή τον γεμίζει πίκρες και ανασφάλειες. Το ερωτικό συναίσθημα απευθύνεται κυρίως σε άτομα του ίδιου φύλου[1], τα οποία διατηρούν την αοριστία τους ˙ όλοι οι εραστές του είναι ανώνυμοι, με εξαίρεση τον Κώστα Γκίκα, του οποίου το όνομα διασώζεται σε ακροστιχίδα στο «Ερωτικό».

Ο έρωτας  συνδέεται με δυο αισθήσεις, την όραση και την αφή. Τα μάτια του εραστή αποτελούν έκφραση του πάθους, μαγνητίζουν και μεθούν τον ποιητή. Οι ματιές που ανταλλάσσουν οι αγαπημένοι μεταξύ τους μπορούν να γεννήσουν την ηδονή, αλλά και τη ζήλια:

«Γιατί κοιτάς τους άλλους; Στα χαμένα

παν οι ματιές σου, ο κόσμος δεν πονεί…

Κοίταζε μένα, γέλα όλο σε μένα,

κι έτσι κοιτώντας στέλνεις κάπου μια ηδονή…»

Η δεύτερη αίσθηση, εκείνη της αφής, εξειδικεύεται σε δυο εκδηλώσεις: στα φιλιά και στα αγκαλιάσματα. Τα χείλη διψούν για φιλιά, τα οποία φτάνουν συχνά στα όρια της παραφοράς τυραννώντας τον ποιητή, ειδικά όταν πρόκειται γι’ αυτά του αποχωρισμού. Η αγκαλιά, από την άλλη, συνδέεται με την ερωτική πράξη και μπορεί να προσφέρει ευχαρίστηση:

«Πλέξε μου τα χεράκια σου

τριγύρω από τη μέση…

Αχ! Πώς μ’ αρέσει απάνω μου

να πέφτεις, πώς μ’ αρέσει!»

 

images
Το σπίτι της οδού Κουντουριώτου και Οικονόμου στα Εξάρχεια. Σ’ αυτό έζησε ο ποιητής για περισσότερα από 40 χρόνια και εδώ έβαλε τέλος στη ζωή του στα χρόνια της Κατοζής.

… ο θάνατος …

Ισχυρή είναι η παρουσία του θανάτου, που άλλοτε λειτουργεί ως καταλύτης της ανθρώπινης προσπάθειας και άλλοτε ως λυτρωτής για το άτομο. Σύμφωνα με τον Γ. Αράγη, ο θάνατος στα ποιήματά του εμφανίζεται με τρεις διαφορετικές μορφές. Στα χρόνια της νιότης αποτελεί ένα στοιχείο πόζας που πηγάζει κυρίως από την έμφυτη αίσθηση του ανικανοποίητου. Αργότερα, ο θάνατος συνδέεται με την σωματική και ψυχική κάμψη του ποιητή – την κούραση, τη φθορά, τα ψαλιδισμένα όνειρα. Και τέλος, με το θάνατο της μάνας του ο ποιητής έρχεται αντιμέτωπος με τον βιολογικό θάνατο και την ερημία που αυτός αφήνει πίσω του. Σταδιακά, η αμεριμνησία υποχωρεί και δίνει τη θέση της στο πνεύμα της περισυλλογής, της ανησυχίας για την προσωπική μοίρα, στην κατήφεια και την απογοήτευση. Τα πράγματα λέγονται πια με το όνομα τους:

«Δεν με παρηγορεί πια τ’ όνειρό μου,

κι η αγάπη δε μου δίνει πια χαρά ∙

τώρα, ως το τέρμα αυτού του λίγου δρόμου,

τι μου μένει, το βλέπω καθαρά.…»

Η ματαίωση και η ανησυχία είναι φανερή. Ο Λαπαθιώτης βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στη μελαγχολία και την εσωστρέφεια. Η αναφορά στα πεπραγμένα παίρνει τη μορφή της ζοφερής περίσκεψης και ο λόγος του γίνεται ενδόμυχος. Απορρίπτει τον κόσμο γύρω του και ζητά την απομόνωση. Τίποτα γύρω του δεν έχει νόημα και σκοπό, τα πάντα μοιάζουν μάταια και ο ποιητής στέκει μπροστά τους ανήμπορος. Ακόμα και οι ανθρώπινες σχέσεις δεν φαίνεται να ξεφεύγουν από την πικρή αυτή διαπίστωση:

«Και θα περάσουνε, θα φύγουνε,

και θα ‘ρθουν άλλοι, θα ‘ρθουν κι άλλοι.

Ούτε τους ένιωσα, ούτε μ’ ένιωσαν:

στο χώμα θα βρεθούμε πάλι»

lapathiotisΗ ποίηση του, μελαγχολική και ανήσυχη, είναι γεμάτη από το αίσθημα της κούρασης και του κορεσμού. Ο ίδιος μοιάζει γερασμένος σωματικά και πνευματικά – στον επίλογο της αυτοβιογραφίας του θα γράψει: «Κι η ζωή μου εξακολουθεί. Ομολογώ πως είμαι κουρασμένος, λυπημένος, απογοητευμένος».  Αποφεύγει, όμως, πάντοτε να αναφερθεί στο γήρας, στη φθορά που φέρνει ο χρόνος και στην Ομορφιά της νεότητας που χάνεται. Σωστά παρατήρησε ο Τέλος Άγρας: «Ο Λαπαθιώτης πολεμούσε με το Χρόνο. Ήθελε – τι άλλο; να τον σταματήσει».

 

… και η νοσταλγική ανάμνηση.

Η νοσταλγία είναι το στοιχείο εκείνο που συνδέει τον έρωτα και τον θάνατο στην ποίηση του Λαπαθιώτη. Ο έρωτας ως φορέας της ζωής που οδηγεί στην έκσταση και ο θάνατος ως ο λυτρωτής της επίγειας τυραννίας. Ο έρωτας αναβιώνει μέσω της ανάμνησης, η οποία τυραννά τον ποιητή και αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας καταδίκης την οποία κάθε ερωτευμένος αρχίζει να εκτίει μετά τον χωρισμό του από το αγαπημένο πρόσωπο.  Ο ποιητής επιστρέφει διαρκώς στα παλιά λημέρια του έρωτα όσο κι αν πονάει:

«Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι, το στενό,

ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα, του θανάτου,

στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,

τι μου στοιχίζει, στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.»

Η ανάμνηση στην ποίηση του δεν συνδέεται αποκλειστικά με τον έρωτα, αλλά και με την  λήθη του θλιβερού παρόντος. Ο ποιητής αναζητά στον ψεύτικο κόσμο αυτό που δεν μπορεί να τον ικανοποιήσει στον πραγματικό. Η διαρκής επιστροφή, όμως, σε έναν κόσμο που έχει οριστικά χαθεί αποτελεί μαρτύριο και, έτσι, αποκαμωμένος ζητά λύτρωση:

«Ω μνήμη! Τη φτωχή την ύπαρξή μου, αχ, άσε!

Σε λήθης μαύρα κύματα καταποντίσου!

Καρδιά τρελή, πολύπαθη, γιατί θυμάσαι;

Στου χρόνου τους χειμάρρους πνίξε την ορμή σου!»

Φαίνεται να είναι σκλάβος των αναμνήσεων του, αφού μονάχα στο παρελθόν μπορεί να βρει τη χαρά – το παρόν είναι σκοτεινό και ζοφερό. Η νοσταλγία συνδέει την ερωτική αρχείο λήψηςμέθη με το αίσθημα του θανάτου, ενώνει τους δυο κύριους πόλους της ποίησης του και γι’ αυτό ο ποιητής την επικαλείται διαρκώς: «Nostalgie! Nostalgie! Ma seule Inspiratrice!».

Ο έρωτας, ο θάνατος, η ανάμνηση νοηματοδοτούν την ύπαρξη του ποιητή, ο οποίος έκανε τη ζωή του έργο τέχνης. Διατρέχουν το έργο του και αποτελούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός τρόπου γραφής που αποτυπώνει την αντίληψη της πραγματικότητας. Είναι στην ουσία οι κύριοι άξονες που στηρίζουν την ίδια τη ζωή και το έργο του.

 

Προηγούμενο: #ΗμέρεςκαιΈργα | Μάριος Χάκκας. Μία “περίπτωση θανάτου”

 

Πηγές

  • Άγρας Τέλλος, «Έργον Τέχνης», Νέα Εστία, τ. 35, τχ. 398 (1 Ιανουαρίου 1944), σ. 97.
  • Άγρας Τέλλος, Κριτικά, Β’, Αθήνα (Ερμής) 1981.
  • Αράγης Γιώργος, Η μεταβατική περίοδος της Ελλαδικής Ποίησης, Αθήνα (Σοκόλης) 2006
  • Δικταίος Άρης, Ναπολέων Λαπαθιώτης (η ζωή του – το έργο του), Αθήνα (Γνώση) 1984.
  • Κόρφης Τάσος, Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Αθήνα (Πρόσπερος) 1985.
  • Λαπαθιώτης Ναπολέων, Η ζωή μου. Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας, φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας, Αθήνα (Κέδρος) 2009.
  • Λαπαθιώτης Ναπολέων, Ποιήματα. Άπαντα τα ευρεθέντα, εισαγωγή – φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς, Αθήνα (Ταξιδευτής) 2015.
  • Στρατής Α. Β., «Πενήντα συν κάτι για τον Λαπαθιώτη», Οδός Πανός, αρ. 79 – 80, (Μάιος – Αύγουστος 1995), σ. 4 – 55.

[1] Ελάχιστα είναι τα ποιήματα στα οποία ο έρωτας απευθύνεται στη γυναίκα. Πρόκειται για τα ποιήματα «Alla C. Bot» και «Δάκρυα», τα οποία αφιερώνονται σε μια ιταλίδα νάνο αρτίστα που έδινε παραστάσεις με τον θίασο της στην Αθήνα, και για το ποίημα «Θα φύγω πάλι», στο οποίο αποτυπώνεται ο νεανικός έρωτας του με μια γειτόνισσα, ο οποίος διακόπηκε όμως βιαίως από τη μητέρα της κοπέλας.

Απάντηση