#Ημέρες και Έργα: σειρά άρθρων για τη ζωή και τα έργα γνωστών, και μη, ανθρώπων της τέχνης άξιων μνημοσύνης.

 

“Μ’ αρέσουν οι απελπισμένοι, αυτοί που καπνίζουν αβέρτα τσιγάρα, κουνάνε νευρικά το πόδι τους, και ξημερώνονται στα ξενυχτάδικα, ξέροντας πως δεν έχουν να γραπωθούν από πουθενά […]”

(«Κατά Μάικ»)

Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε το 1931 στη Μακρακώμη της Φθιώτιδας και τέσσερα χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, στη μαρτυρική συνοικία της Καισαριανής, όπου και έζησε μέχρι τον θάνατό του. Στον τόπο αυτό, που τόσο τον αγάπησε και τον ύμνησε με το έργο του, ο Χάκκας ήρθε σε επαφή με οργανώσεις της αριστεράς και ξεκινάει την πολιτικοποίησή του. Το όνομα του εγγράφεται στα μαύρα κατάστιχα και ο συγγραφέας θα βιώσει πολλάκις τη σκληρότητα της δεξιάς. Λόγω πολιτικών φρονημάτων, παγώνει η πρόσληψη του στον ΟΤΕ, συλλαμβάνεται, δικάζεται με τον νόμο 509 ως μέλος αριστερής οργάνωσης και τελικά φυλακίζεται για τέσσερα έτη. Αργότερα, υπηρέτησε ως στρατιώτης τρίτης κατηγορίας (μουλαράς) στον στρατό και κρατήθηκε στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Παγκρατίου με την επιβολή της Χούντας. Το 1969, ξεκινά η περιπέτεια της υγείας του. Ο καρκίνος από τα νεφρά κάνει μετάσταση στον πνεύμονα και ο Χάκκας περνάει τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ταξιδεύοντας από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Πέθανε στο Διαγνωστικό Νοσοκομείο Πειραιώς, σε ηλικία μόλις 41 ετών.

Η λογοτεχνική του παραγωγή ξεκίνησε αρκετά καθυστερημένα. Πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα το 1965, με την ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι. Ο ποιητικός λόγος, άμεσος και βιωματικός, κινείται στα πλαίσια της γραφής που υιοθέτησαν πολλοί ποιητές της γενιάς του ’30. Πολύ αργότερα θα δηλώσει «πρώην ποιητής, νυν πεζογράφος», όμως η πρόζα του δεν θα χάσει ποτέ την ποιητικότητα της.

4.0.1Το 1966 εκδίδει την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τουφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία περιλαμβάνει τέσσερις ομάδες κειμένων: «Του στρατού», «Της φυλακής», «Της ζωής» και «Τ’ ανάποδα». Οι εμπειρίες του από τη στρατιωτική του θητεία, η φυλάκισή του και οι μεταπολεμικοί προβληματισμοί του αριστερού χώρου έδωσαν το απαραίτητο λογοτεχνικό υλικό και αποτυπώθηκαν με ρεαλιστικό τρόπο. Οι παλαιοί αριστεροί αγωνιστές αλλοιώθηκαν και ο σύγχρονος άνθρωπος στέκεται με αγωνία απέναντι στο μέλλον. «Βέβαια δεν ήμουν στη ζωή πάντα έτσι» («Τροχαία περίπτωση»), ξεκαθαρίζει ο Χάκκας, όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1970, κυκλοφορεί η δεύτερη συλλογή του Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, έργο που τον καθιέρωσε ως δημιουργό. Τα διηγήματα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: «Εξομολογήσεις», «Η διάλυση» και «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες». Εδώ συντελείται μια σαφής στροφή – φυσικό επακόλουθο της ψυχολογικής επίδρασης που άσκησε στον Χάκκα η αρρώστια του αλλά και η ρήξη του με το κομμουνιστικό κόμμα – Καταγραφήπρος μια ωριμότερη γραφή, αφαιρετική, με επιρροές από το ρεύμα του υπερρεαλισμού στην τραγική διάστασή του και ενδεικτική της αγωνίας του συγγραφέα μπροστά στο θάνατο αλλά και της απογοήτευσής του στη θέαση του μάταιου της ζωής και της ιδεολογίας στο σύγχρονο κόσμο. Τα διηγήματα αυτής της συλλογής είναι δομημένα χωρίς επεισόδια. Απουσιάζουν η πλοκή και οι κεντρικοί χαρακτήρες. Η αφήγηση είναι κατά κανόνα πρωτοπρόσωπη και, συντιθέμενα, σχηματίζουν ένα είδος θραυσματικής αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Ο Χάκκας αποθησαυρίζει τα θέματά του από τις καίριες πλευρές των γεγονότων. Δεν κυνηγά το εντυπωσιακό. Στρέφει την προσοχή του στη λεπτομέρεια και αναζητά το μαγικό στο απλό και καθημερινό.

Ο χώρος και ο χρόνος ταυτίζονται αρκετά συχνά με την Καισαριανή. Η κριτική του στο κόμμα αρθρώνεται με μεγαλύτερη ένταση και βάθος. Η ιστορία παρεισφρύει βίαια από το παράθυρο. Οι ήρωες του είναι άνθρωποι τσαλακωμένοι, φαγωμένοι μέσα τους, έχουν αλλοιωθεί και διαβρωθεί εξαιτίας της αστικοποίησης. Η ευτυχία τους ταυτίζεται πλέον με τη συσσώρευση αγαθών και ο σκοπός της ζωής τους είναι  να αποκτήσουν ένα «μπιντέ». Αλίμονο, όμως, όλα έγιναν ανεπαίσθητα:

“Όλ’ αυτά περάσανε μέσα μας, όπως χαπάκια που τα διέλυσαν άλλοι κρυφά στο φαί μας και δεν το πήραμε είδηση, ιδέες που μας τις πάσαραν με μια επιδέξια κίνηση, ίσως στον ύπνο, ένεση που μας την έκαναν με υψηλό πυρετό και δεν αισθανθήκαμε μέσα στο λήθαργο ούτε το τσίμπημα.”

(«Το τσαλάκωμα»)

Το χτες συγκρούεται με το σήμερα της εποχής του ‘60 στα έργα του. Και  κερδίζει. Οι κοινωνικές μεταβολές δεν είναι αυτές μόνο που θλίβουν τον συγγραφέα. Το άγχος της αρρώστιας και του επικείμενου τέλους διαποτίζουν τη συλλογή. Ο ίδιος ξεκαθαρίζει, βέβαια, πως «δεν είναι που φοβάμαι το θάνατο. Αγωνιώ μην τυχόν δεν προλάβω, κι έχω μια σειρά πράγματα ακόμα να κάνω, κι άλλα που γίνηκαν λάθος και θέλουν διόρθωμα» («Περίπτωση θανάτου»). Λέει, όμως, ψέματα. Ο επικείμενος θάνατος τον συγκινεί και τον τρομάζει βαθιά. Το νοσοκομείο μοιάζει με φυλακή (βλ. «Η φυλακή») και αναζητά να ξεφύγει απ’ αυτή, να ζήσει κι άλλο, να δημιουργήσει. «Δε θέλω χρόνο.», φωνάζει, «Ζωή θέλω, μ’ όλο που το δεύτερο προϋποθέτει το πρώτο, ζωή να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση, γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα.» («Το τρίτο νεφρό»)

Στενοχώρια, αρρώστια, θάνατος, ο φόβος του θανάτου, η αλλοτρίωση του ανθρώπου και η αποξένωση – όλα αυτά επανέρχονται στο έργο του. Και ο ίδιος δίνει και το αντίδοτο: τον έρωτα. Ο έρωτας στο έργο του είναι γήινος, ανθρώπινος, χωρίς κανένα θεϊκό στοιχείο. Οι άνθρωποι ενώνονται και  χωρίζουν, ευτυχούν και δυστυχούν, και αρθρώνουν το συναίσθημα τους διαλεκτικά. Είναι ήρωες φθαρτοί και έρμαια στα χέρια του φτερωτού θεού. Αναζητούν δικαιολογίες ώστε να φανούν δυνατοί και την ίδια στιγμή το ίδιο τους το συναίσθημα τους προδίδει:

“Έχει και κάποιο όφελος αυτός ο χωρισμός. Βλέπω πια την ανατολή του ήλιου, κάτι που το ‘χα στερηθεί μαζί σου, άσχετα βέβαια αν περιμένω απ’ τα μεσάνυχτα. Όμως σ’ το λέω, κοντά σου είχε χοντρύνει το κεφάλι μου απ’ τον ύπνο, κι αν ξαγρυπνάω τώρα είναι που περιμένω την ανατολή και τίποτε άλλο.”

(«Ένας χωρισμός»)

Στον ίδιο χώρο ανήκει και το τελευταίο του έργο, το οποίο δεν πρόλαβε να δει τυπωμένο, Το κοινόβιο, (1972). Οι ιστορίες που περιλαμβάνονται στην πρώτη ομάδα, «Το κοινόβιο», είναι αρκετά μεγαλύτερες από ό,τι έχει γράψει μέχρι στιγμής. Δημοσιεύονται, ακόμη, και 17708434κάποια μικρότερα κείμενα στα «Ρετάλια». Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζονται περισσότερο ώριμοι οι αφηγηματικοί τρόποι, οι θεματικές και η οπτική του συγγραφέα, παγιώνονται και τον καθιερώνουν. Η αρρώστια είναι πάντοτε δραματικά παρούσα: «Όσο πάει κι ο κόσμος μου κλείνεται σ’ αυτό το δωμάτιο. Είμαι στα σαράντα, κι οι προοπτικές μου δυσοίωνες: Μεταστάσεις, ενδεχόμενη γενίκευση, το τέλος κοντινό κι αναπόφευκτο. Το ξέρω, δε γλιτώνω με τίποτα»  («Τα τελευταία μου»). Όμως, κυρίαρχα, στα τελευταία αυτά διηγήματα, ο Χάκκας κάνει τον απολογισμό της ζωής του: «Μ’ αυτή την εικόνα αρχίζει η ζωή μου: μια προσπάθεια για απελευθέρωση, φυσικά κι η πληρωμή της. Μόλις στα τριάντα πέντε μπόρεσα να λυτρωθώ από την ανελευθερία, κι αυτό όχι πλήρως. Δεν είναι εύκολο ν’ αποτινάξεις το ζυγό του κόμματος. […] Τελικά τα κατάφερα να ξεφύγω […].» («Το Κοινόβιο») Ο χρόνος που ζητούσε δεν του δόθηκε ποτέ, όμως τα γραπτά του – πλούσια και μεστά σε νοήματα και αισθήματα – θα αποδειχθούν διαχρονικά και θα κερδίσουν την μικρή αθανασία.

 

Πηγή: Μάριος Χάκκας, Άπαντα,  Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2008.

Μ.Π.

Απάντηση