Μετά το Suntan, ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος επιστρέφει σε ένα ακόμα ελληνικό καλοκαίρι στα στενοσόκακα της Κυψέλης, με τη νέα του ταινία Monday. H Chloe (Denise Gough) κι ο Mickey (Sebastian Stan), δύο Αμερικανοί που ζουν στην Ελλάδα, θα τρυπηθούν από το βέλος του “ανισόρροπου έρωτα” Αργύρη (Γιώργος Πυρπασσόπουλος) σε ένα ξέφρενο πάρτι, λίγες μόλις ώρες πριν η Chloe επιστρέψει οριστικά στην Αμερική.

Αυτή, μία τυπική Αμερικανίδα freelancer δικηγόρος/τουρίστρια (φάση αούα στη νομική αργκό). Αυτός, μολονότι Αμερικανός, ένας ελληνικού τύπου κλασικός ομορφονιός dj προηγούμενων δεκαετιών. Οι δυο τους, ένα φαινομενικά αταίριαστο ζευγάρι που αποφάσισε να ζήσει την τρέλα σε ένα τριάρι στην Κυψέλη. Η σχέση τους, αν το σεξ είναι πολύ και καλό ή καλό και πολύ, με όποια σειρά προτιμάτε, τα υπόλοιπα κάποια στιγμή θα τα βρούμε.

Η ταινία, χωρισμένη σε κεφάλαια, που όλα, πλην ενός, φέρουν τον τίτλο Παρασκευή (Friday), επιχειρεί κάθε φορά να προετοιμάσει το θεατή για τη σκληρή Δευτέρα που θα ξημερώσει, δίχως, όμως, αυτή να έρχεται, παρά μόνο στο τέλος. Η “εξέλιξη” της σχέσης των δύο πρωταγωνιστών βαθαίνει σε κάθε κεφάλαιο/Παρασκευή, πλησιάζοντας κάθε φορά όλο και περισσότερο στην ρήξη. Θα επέλθει; Συναισθήματα, βιώματα που κουβαλάει ο καθένας τους και εξωγενείς παράγοντες παρεμβάλλονται στο ξεσάλωμα του κάθε κεφαλαίου/Παρασκευής δοκιμάζοντας, σε ένα κλιμακούμενης έντασης σκηνικό, τα όρια των δύο πρωταγωνιστών.

Το σκηνικό αυτό εκτυλίσσεται σε ένα αρκετά οικείο, για τους Αθηναίους του κέντρου, τοπίο, με το Κυψελιώτικο διαμέρισμα να καταπίνει την αμερικανιά των πρωταγωνιστών! Η αθηνέζικη ζωή της ταινίας δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, δίχως, όμως, αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν στοιχεία υπερβολής (Το σεξ στους δρόμους του κέντρου και στα υπόγεια της Ομόνοιας δε συγκαταλέγεται σε αυτές τις υπερβολες. Αθηνέζοι έχουν γράψει ιστοριές για τα πατάρια του Κοραή και φέρουν το δριμύ κατηγορώ του “κάνουν σεξ στις πιλοτές”). Στη ρεαλιστικότερη προσέγγιση του αθηναϊκού τοπίου και της αθηναϊκής ζωής συμβάλλει και η ολοσχερής απουσία κλισέ τύπου μπάχαλα και συρτάκι που σχεδόν επιβάλλονται, με αυξομειούμενη ένταση τα τελευταία χρόνια, σε αντίστοιχες παραγωγές, μόνο και μόνο επειδή η ταινία γυρίστηκε στην Ελλάδα*.

Εν τέλει, το σκηνικό καταφέρνει και κυριαρχεί στο ενδιαφέρον του θεατή, σε συνδυασμό με κάποιες παρουσίες-εκπλήξεις γύρω από το βασικό καστ**. Η πλοκή, καίτοι αναπτύσσεται με το παραπάνω ενδιαφέρον σχήμα των επαναλαμβανόμενων Παρασκευών, κάπου αποτυγχάνει να μας πείσει ή, από μία άλλη οπτική, καταφέρνει να μας απογοητεύσει ως προς το αποτέλεσμα, υπό την έννοια ότι δεν μας προσφέρει τι πραγματικά θα θέλαμε να δούμε να συμβαίνει ως φυσιολογική εξέλιξη. Ίσως φταίει το γεγονός ότι εν όψει της επερχόμενης και κάθε επερχόμενης Παρασκευής ξεπερνιούνται πολύ εύκολα, σχεδόν βεβιασμένα, βιώματα και συναισθήματα των πρωταγωνιστών, δίχως να έχουμε το κατάλληλο background των χαρακτήρων, που θα δικαιολογούσε τη στάση τους (για την πρώτη περίπτωση). Ίσως, πάλι, φταίει η ωμή παραδοχή (;;;) πως μία τόσο έντονη σχέση που παρακολοθούμε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία σύμπτωση αναγκών των δύο πρωταγωνιστών, μία σύμβαση (για τη δεύτερη περίπτωση).

* Ο προβηλματισμός τίθεται μέσα από την ίδια την ταινία σε μία σκηνή στην οποία ο Mickey (Sebastian Stan) και ο Αργύρης (Γιώργος Πυρπασσόπουλος) ψάχνουν για τη μουσική επένδυση ενός διαφημιστικού σποτ κάτι που να είναι Ελλάδα, δίχως να θυμίζει, όμως, Ελλάδα.*1

*1 Σημείωση στη σημείωση: Αν αντί για Παρασκευή, τα κεφάλαια τιτλοφορούνταν ως Σάββατο, δεν θα μπορούσαν να γλυτώσουν το soundtrack της ταινίας να είναι το “Σαββατόβραδο” του Καζαντζίδη και να κυριαρχήσει το μπουζούκι για άλλη μια φορά σε ταινία που έχει γυριστεί στην Ελλάδα: “από Δευτέρα πάλι, πίκρα και σκοτάδι“.

** Και εκεί που λες δε γίνεται να απουσιάζει από μία τέτοια παραγωγή ο Βαγγέλης ο Μουρίκης, να τος ήδη στα πρώτα δέκα λεπτά της ταινίας να υποδύεται τον ιδιοκτήτη μπιτσόμπαρου σε ελληνικό νησί. Και, φυσικά, Πάολα Ρεβενιώτη στα κρατητήρια της ασφάλειας.

Απάντηση